- χάμουργας
- ο крот
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τάλπα — η, Ν ζωολ. γένος σκαπτικών εντομοφάγων θηλαστικών που ζουν σε υπόγειες στοές, κν. ασπάλακας, τού οποίου τα διάφορα είδη είναι κοινώς γνωστά ως τυφλοπόντικας, χάμουργας, χαμούρογας, χαμοργιός κ.ά … Dictionary of Greek